- βλητός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να δεχθεί χτύπημα με βλήμα: Το στρατηγείο του εχθρού βρίσκεται σε βλητή απόσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βλητός — stricken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* … Dictionary of Greek
βλητῶν — βλητός stricken fem gen pl βλητός stricken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητόν — βλητός stricken masc acc sg βλητός stricken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληταί — βλητός stricken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοί — βλητός stricken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητοῦ — βλητός stricken masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλητούς — βλητός stricken masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] … Dictionary of Greek
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek